- διαστατικός
- διαστατικόςdisintegratingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστατικός — ή, ό (Α διαστατικός, ή, όν) νεοελλ. φρ. «διαστατική ανάλυση» η εφαρμογή τών εξισώσεων στις διαστάσεις τών φυσικών μεγεθών και μονάδων για να εξαχθεί η αλγεβρική τους μορφή αρχ. 1. ο κατάλληλος να διαχωριστεί 2. αυτός που προκαλεί διάσταση ή… … Dictionary of Greek
διαστατικά — διαστατικός disintegrating neut nom/voc/acc pl διαστατικά̱ , διαστατικός disintegrating fem nom/voc/acc dual διαστατικά̱ , διαστατικός disintegrating fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατικώτερον — διαστατικός disintegrating adverbial comp διαστατικός disintegrating masc acc comp sg διαστατικός disintegrating neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατικόν — διαστατικός disintegrating masc acc sg διαστατικός disintegrating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατικοῦ — διαστατικός disintegrating masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατικούς — διαστατικός disintegrating masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατικῇ — διαστατικός disintegrating fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατική — διαστατικός disintegrating fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατικήν — διαστατικός disintegrating fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατικῶς — διαστατικός disintegrating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)